Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο ελληνικός ελαιοκομικός τομέας(και ιδιαίτερα το ελαιόλαδο) σήμερα και πολύ περισσότερο αύριο, είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό του 1990 και του 2000. Τα πάντα διαφοροποιούνται, αφού οι μηχανισμοί στήριξης του παραγωγού λόγω ΚΑΠ έχουν σχεδόν διαλυθεί, η αγορά λειτουργεί με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, η Ισπανία πλησιάζει το
όριο των1,4 εκατ. τόνων με το 60% extra παρθένο και έλεγχο της αγοράς(παραγωγής και ζήτησης), η ζήτηση του χύμα ελαιολάδου από την Ιταλία έχει πτωτική τάση σε ποσότητα αλλά και τιμές και υπάρχει είσοδος στην αγορά νέων ανταγωνιστικών χωρών(Τυνήσια, Μαρόκο, Συρία, Αργεντινή, Τουρκία κ.λπ.) με χαμηλό κόστος παραγωγής.H χώρα μας με τη νέα αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής(ΚΑΠ), όποιο σενάριο και εάν προκριθεί κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, θα είναι ανάμεσα στα κράτη-μέλη που θα έχουν μείωση στις συνολικές αγροτικές ενισχύσεις μετά το2013, αφού το ποσό της κοινοτικής ενίσχυσης ανά στρέμμα στη χώρα μας υπερβαίνει τον κοινοτικό μέσο όρο, 27 ευρώ/στρέμμα. Με δεδομένο αυτό, αλλά και τα δομικά προβλήματα που έχουμε, η ελληνική γεωργία δε θα μπορεί να "παίξει" στον τομέα των καλλιεργειών με ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και θα πρέπει να στραφεί σε παραδοσιακές και ήπιες μορφές καλλιέργειας, για την παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών αγροτικών προϊόντων, σημαντικής προστιθέμενης αξίας. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωρίζει η ελαιοκαλλιέργεια, καθώς το διεθνές τοπίο για το ποιοτικό και ασφαλές ελαιόλαδο είναι ευνοϊκό. Παρά τις αβεβαιότητες της μείωσης των συνολικών επιδοτήσεων και της αναδιανομής των προϋπολογισμών μεταξύ των παλαιών και νέων χωρών μελών, ο ελαιοκομικός τομέας μπορεί να αισιοδοξεί ότι θα συνεχίσει να έχει σημαντική υποστήριξη, γιατί αποτελεί μια παραδοσιακή, εκτατική καλλιέργεια που συνεισφέρει στα "δημόσια αγαθά" (ανάπτυξη υπαίθρου, διατήρηση του κοινωνικού ιστού, προστασία περιβάλλοντος κ.λπ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου