Δημοσιοποιήθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα τα συμπεράσματα της τελευταίας Συμβουλευτικής Επιτροπής της ΕΕ
για το ελαιόλαδο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο απολογισμός της απερχόμενης εμπορικής περιόδου, οι εκτιμήσεις για την επόμενη, αλλά και η πορεία των συνομιλιών για το διεθνές εμπόριο, που επηρεάζουν έναν τόσο εξωστρεφή τομέα.
Η παραγωγή ελαιολάδου, την εμπορική περίοδο 2015/16, στην ΕΕ, ανήλθε στα 2,3 εκατομμύρια τόνους και ήταν αυξημένη κατά 61% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από την Ισπανία και από τον διπλασιασμό περίπου της ιταλικής παραγωγής, δεδομένου ότι η ελληνική παραγωγή αυξήθηκε μόλις κατά 7% περίπου.
Η παραγωγή των τρίτων χωρών της Μεσογείου, της Τυνησίας, της Τουρκίας, του Μαρόκου και της Συρίας, ήταν πτωτική και συνολικά ανήλθε περίπου στους 400.000 τόνους.
Οι σχετικά χαμηλότερες ποσότητες της Τυνησίας μειώνουν τις εξαγωγές της προς την ΕΕ με προνομιακά δασμολογικά καθεστώτα και γενικά μειώνουν τις πιέσεις προς την ευρωπαϊκή ελαιοπαραγωγή.
Οι τιμές παραγωγού, ειδικά στην Ιταλία και την Ισπανία, μετά από μία περίοδο αύξησης το 2014/15, ακολούθησαν πτωτική πορεία και τάσεις σταθεροποίησης. Στην Ελλάδα ωστόσο, οι διακυμάνσεις ακολουθούν μία εντελώς διαφορετική λογική από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη (δες σχολιασμό σε διπλανή στήλη).
Σε ό,τι αφορά τις επιτραπέζιες ελιές, η ευρωπαϊκή παραγωγή, την περίοδο 2015/16, ανήλθε τελικά στους 1,9 εκατομμύρια τόνους, σε σύνολο 2,7 εκατομμυρίων της παγκόσμιας παραγωγής. Η ΕΕ εισάγει και προϊόν τρίτων χωρών, το οποίο συχνά επεξεργάζεται και επανεξάγει. Βασικοί προμηθευτές της ΕΕ είναι το Μαρόκο (50%), η Τουρκία(20%) και η Αίγυπτος. Να τονισθεί ότι «ελιές τύπου Καλαμάτας», που προέρχονται από το Μαρόκο, συχνά ελληνοποιούνται και διακινούνται στην ελληνική ή και ευρωπαϊκή αγορά ευρύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου