Το 2020, εκτός από την ανατροπή των βεβαιοτήτων και τις τεράστιες προκλήσεις και απειλές που έφερε η πανδημία, καθίσταται – ακριβώς εξαιτίας της- ως χρονιά συνειδητοποίησης της επείγουσας ανάγκης να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μέλλον.
Αν έως πρότινος λαοί, κυβερνήσεις, οργανισμοί και επιχειρήσεις σχεδίαζαν τις πολιτικές εκείνες που θα οδηγούσαν σε αειφορία, βιώσιμη ανάπτυξη και άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, τώρα καλούνται να πράξουν με ταχύτητα, προκειμένου να διασφαλιστούν υγιείς συνθήκες διαβίωσης για όλους.
Πέρα από την πρωτοφανή κινητοποίηση για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, στο επίκεντρο τίθενται και οι επιπτώσεις στην οικονομία. Τα τρισεκατομμύρια των κεφαλαίων που διοχετεύονται σε όλο τον κόσμο από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να στηριχτεί το οικοδόμημα, αποτελούν ένα είδος εμβολίου, το οποίο ωστόσο χορηγείται με σαφείς κατευθύνσεις. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι οι βασικοί άξονες του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, περιλαμβάνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την υποστήριξη των συστημάτων υγείας, ενώ εισάγονται σταδιακά κριτήρια περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG – Environmental, Social and Governance) στις νέες χρηματοδοτήσεις.
Όμως η χάραξη πολιτικών και η υποστήριξη με κεφάλαια για τη μετάβαση του κόσμου μας σ’ένα βιώσιμο μέλλον δεν είναι μόνον υπόθεση των ηγετών και των κυβερνήσεων.
Πότε στο παρελθόν οι κοινωνίες δεν ζήτησαν τόσο επιτακτικά από τις εταιρείες να μοιραστούν την ευθύνη για την επόμενη μέρα της κρίσης. Από την άλλη μεριά, οι επιχειρήσεις καλούνται να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας αλλά ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους και την αναγκαία ρευστότητα για την ανθεκτικότητα και τη συνέχιση των εργασιών τους. Παρά τις προκλήσεις, μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων διατηρεί ψηλά τον πήχη των προσδοκιών της κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας τις δεσμεύσεις της για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η πορεία προς ένα βιώσιμο μέλλον, δεν περιορίζεται μόνον στο πλαίσιο των δύο παγκόσμιων συμφωνιών, της Ατζέντας 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα. Οι μεγάλοι στόχοι βρίσκονται εκεί για να συντονίζουν, να καθοδηγούν, να δεσμεύουν αλλά και να εμπνέουν.
Η μεγάλη αλλαγή ωστόσο προσδιορίζεται από την ανάγκη. Στόχος της ανάπτυξης πλέον είναι να καλύπτονται οι ανάγκες των σημερινών γενεών, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύπτουν τις δικές τους ανάγκες.
Έτσι, η Ελλάδα προσαρμόζεται ώστε να αποκτήσει ένα «πράσινο» αποτύπωμα με παρεμβάσεις όσον αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενθάρρυνση επενδύσεων σε ΑΠΕ μέχρι την απολιγνιτοποίηση, την ηλεκτροκίνηση, τη διαχείριση αποβλήτων αλλά και την προστασία της βιοποικιλότητας. Προχωρά επίσης στον ψηφιακό της μετασχηματισμό, ώστε να μην υστερήσει στην κοσμογονία που συντελείται παγκοσμίως μέσω της τεχνολογίας.
Οι επιχειρήσεις από την άλλη αναζητούν τις βέλτιστες πρακτικές, ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, λαμβάνοντας καινοτόμες και φιλόδοξες αποφάσεις που οδηγούν έως και στην πλήρη αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας τους. Είναι δε ήδη μετρήσιμο, πως όσες προσαρμόζονται σ’ένα αειφόρο μοντέλο που περιλαμβάνει την εταιρική υπευθυνότητα, κερδίζουν πόντους στην προσέλκυση εργαζόμενων, πελατών αλλά και επενδυτών.
Κι αν όλα αυτά φαντάζουν απομακρυσμένες έννοιες σε σχέση με την καθημερινότητα του μέσου πολίτη, θυμίζουμε την αυξημένη συμμετοχή των νοικοκυριών στην ανακύκλωση, τη μείωση της χρήσης πλαστικών, τις ενεργειακές αναβαθμίσεις των κατοικιών, τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση, την ποδηλασία ακόμη και την πεζοπορία!
Συνάμα, εκτός των περιβαλλοντικών ευαισθησιών, καταγράφεται η τεράστια προσαρμογή των πολιτών σε ηλεκτρονικές και καινοτόμες εφαρμογές, που υποστηρίζουν αποτελεσματικότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες.
Εν ολίγοις, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης σχετίζεται με την μελλοντική ευημερία. Κι αυτό είναι ευθύνη και δικαίωμα όλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου