Ελληνική οικονομία – To κλειδί των επενδύσεων, οι στόχοι και οι προκλήσεις του 2022 - kalamatanews.gr - ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ ONLINE-KALAMATANEWS.GR

Ελληνική οικονομία – To κλειδί των επενδύσεων, οι στόχοι και οι προκλήσεις του 2022

Ελληνική οικονομία – To κλειδί των επενδύσεων, οι στόχοι και οι προκλήσεις του 2022

Share This

 


Χωρίς την προσδοκώμενη έκρηξη των επενδύσεων στην Ελλάδα η ελληνική οικονομία 
θα είναι και εφέτος ο παλιός της εαυτός. Οι προκλήσεις είναι πολλές το 2022 και σίγουρα μία από αυτές είναι το διεθνές μαρτύριο της πανδημίας. Αναλόγως την ένταση θα κριθούν και οι σοβαρές επιπτώσεις στο επιχειρείν, στα εισοδήματα, στις θέσεις εργασίας και στο οικονομικό κλίμα. Από την ελληνική κυβέρνηση έχει προυπολογιστεί ένα ποσό ύψους 11 δισ. ευρώ που αφορά τις δημόσιες επενδύσεις. Έχει καταρτιστεί επίσης στο πλαίσιο των πόρων ύψους 32 δισ. ευρώ ένα σχέδιο αναπτυξιακό έως το 2026 με βάση το οποίο η ελληνική οικονομία θα μετασχηματιστεί και δεν θα στηρίζεται μόνο στην καταναλωση και τον τουρισμό.

Χωρίς μεγάλες επενδύσεις δεν θα μπορέσει να ευημερήσει η κοινωνία, ειδικότερα μέσω της βελτίωσης της αγοράς εργασίας και των μισθών. Οι συγκριτικά χαμηλοί μισθοί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν επιτρέπουν στους νέους να επιστρέψει στη χώρα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να δώσουν ανάσες στο σύστημα υγείας. Όλα αυτά «ζουν» σε ένα περιβάλλον που οι φόροι στηρίζουν την οικονομία φορτώνοντας μεγάλο βάρος στους πολίτες. Αν δεν αλλάξει ο τρόπος που αναπτύσσεται η οικονομία τότε το 2022 απλά θα αποτελεί ένα ακόμα έτος που η χώρα σέρνεται στις διαχρονικές της παθογένειες.

Ενδεικτικό της «τρύπας» στην ελληνική οικονομία είναι το εξής νούμερο: Οι πάγιες επενδύσεις ( Έκθεση “Πισσαρίδη”) υπολείπονταν ως ποσοστό του ΑΕΠ του μέσου όρου της Ευρωζώνης καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό – με βάση την απόκλιση από τον μέσον όρο της Ε.Ε.- την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μέσον όρο σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ και σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ.

Η αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης το 2022 ανέρχεται στο 94,0% (ήτοι + 5,3 δισ.), με το επίπεδό τους να προσεγγίζει το 6,0% του εκτιμώμενου ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα αυτός ο φιλόδοξος στόχος αντιστοιχεί στο υψηλότερο ποσοστό δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ των τελευταίων, τουλάχιστον, 18 ετών, με βάση τα δημοσιονομικά στοιχεία, και στο υψηλότερο απόλυτο επίπεδο δημοσίων επενδύσεων για όσο υπάρχουν εναρμονισμένα στοιχεία από εθνικούς λογαριασμούς.

Προς μία πολιτική μείωσης φορολογικών βαρών και βελτίωσης μισθών;

Από την κυβέρνηση έχει τονιστεί η πολιτική προς τη μείωση φόρων και εισφορών. Παρά την πανδημία έχουν δρομολογηθεί κάποιες κινήσεις. Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει τις ήδη ανακοινωθείσες παρεμβάσεις όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ συν 60 εκατ. ευρώ το 2022 (όπου ίσχυε μείωση κατά 22% απο το 2019), η  μείωση στη φορολόγηση των επιχειρήσεων στο 22% από 29%, οι μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές κατά 4% και οι μόνιμες μειώσεις σε προκαταβολές φόρου,  η μείωση της φορολογίας στα φυσικά πρόσωπα από το 22% στο 9% για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Όμως ο εκρηκτικός συνδυασμός των αυξήσεων στις τιμές ενέργειας και οι φόροι – έπειτα από 10 χρόνια κρίσης για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς- δεν επιτρέπει να φτάσουν οι εν λόγω κινήσεις στις τσέπες των πολιτών, ενώ οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.  Η Ελλάδα διατηρεί από τις υψηλότερες θέσεις στην ΕΕ όσον αφορά την τιμή  ανά λίτρο της αμόλυβδης και του πετρελαίου θέρμανσης, λόγω μεγάλης  φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία φτάνει το 60%.

Ο χρόνος εργασίας στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, παρόμοιος με αυτόν που ισχύει στις χώρες των Βαλκανίων και στην Τουρκία, απέχοντας σημαντικά από τον αντίστοιχο στις χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, η διάρκεια της τυπικής εβδομαδιαίας εργασίας στην Ελλάδα ήταν οι 41 ώρες και 50 λεπτά, όταν για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης η αντίστοιχη διάρκεια ήταν οι 37 ώρες.Ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύει την εντατικοποίηση της εργασίας στην Ελλάδα είναι το ποσοστό των μισθωτών που εργάζονται Σάββατο και Κυριακή. Το 2019 το ποσοστό των μισθωτών κατά μέσο όρο στην ΕΕ ήταν ίσο με 22,3%, ενώ στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 32%, κατατάσσοντας τη χώρα τέταρτη, μετά το Μαυροβούνιο, την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Το 2022, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% στο τέλος της περιόδου προβλέψεων) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%.  το 2021 η αύξηση του μέσου μηνιαίου επιπέδου των αποδοχών δεν θα υπερβεί το 1% (1.176 ευρώ μεικτά) και τον Δεκέμβριο του 2022 δεν θα υπερβεί το 1,6% (1.194 ευρώ μεικτά), προσεγγίζοντας έτσι στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2019. Ισχυρή τροχοπέδη για την αύξηση των μισθών τα επόμενα χρόνια (αύξηση ΑΕΠ συν παραγωγικότητα της εργασίας) θα αποτελέσει η ευρεία απορρύθμιση και η πλήρης ευελιξία της αγοράς εργασίας, το υψηλό επίπεδο της ανεργίας και ιδιαιτέρως της μακροχρόνιας ανεργίας, η αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων στη χώρα μας.

Μεγάλο το βάρος από φόρους

Σύμφωνα με τα στοιχεία  (ΚΕΦιΜ) για το φορολογικό και ασφαλιστικό βάρος, ο μέσος Έλληνας εργάζεται 75 ημέρες για να πληρώσει τους έμμεσους φόρους, 60 ημέρες για τις ασφαλιστικές εισφορές, 43 ημέρες για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για τους φόρους κεφαλαίου.  Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ για τον τομέα Ενέργειας στην Ελλάδα (ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021) τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, έφτασαν τα 4,28 δισ. Ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν στα περίπου 2,8 δισ. Ευρώ. Τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφτασαν το 2018 το 2,9% του ΑΕΠ, όταν το ίδιο έτος αποτελούσαν στην ΕΕ-27 κατά μέσο όρο το 1,9% του ΑΕΠ.  Οι ερευνητές του ΙΟΒΕ εκτιμούν ότι μια μείωση 10% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θα είχε θεαματική θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.

Η επεξεργασία των στοιχείων της ΑΑΔΕ από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δείχνει ότι εν μέσω πανδημίας αυξήθηκαν οι οφειλέτες του 500αρικου.  Μέσα σε ένα χρόνο,  οι φορολογούμενοι που  χρωστούν έως 500 ευρώ αυξήθηκαν κατά 88.346 άτομα. Οι οφειλέτες του 500αρικου χρωστούν συνολικά 321,1 εκατ. Ευρώ, ενώ 8.622 φορολογούμενοι έχουν αφήσει «φέσι» στην Εφορία ύψους 87,8  δις. ευρώ ή το 80% των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών με τον καθένα να χρωστάει πάνω από 10 εκατ. Ευρώ.

Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό αυξημένα κατά 3,479 δισ. ευρώ θα είναι τα έσοδα από φόρους το 2022 σε σύγκριση με το 2021. Οπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το 2022, τα φορολογικά έσοδα θα φθάσουν τα 50,055 δισ. ευρώ από 46,558 δισ. ευρώ φέτος. Από το υπουργείο αποδίδεται στην αναπτυξη παρα τάυτα οι έμμεσοι φόροι έρχονται ως έξτρα βάρος στις ανατιμήσεις. Από τα έσοδα του 2022 το 56,9% προέρχεται από τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ) και 30,6% από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και τα υπόλοιπα από διάφορους άλλους φόρους.  Από τα επιπλέον 3,479 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν το 2022, τα 2,2 δισ. ευρώ αφορούν έμμεσους φόρους και συγκεκριμένα ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης και 1,3 δισ. ευρώ τον φόρο εισοδήματος.  Και αυτό την ώρα που ανήλθαν στα 109,8 δισ. ευρώ  οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την Εφορία στο τέλος Οκτωβρίου, αυξημένες κατά 409 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο. Από τα 109,4 δισ. ευρώ του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους τα 24,99 δισ. ευρώ κρίνονται ως ανεπίδεκτα είσπραξης. Τα νέα χρέη προς την εφορία ανήλθαν στο 10μηνο του 2021 σε 4,8 δισ. ευρώ εκ των οποίων, τα 408 εκατ. ευρώ αφορούν σε χρέη που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μόνον τον Οκτώβριο. Σημαντική μείωση αύξηση εμφάνισε το πλήθος των φορολογουμένων με υποχρεώσεις προς την εφορία. Έφτασαν στο τέλος Οκτωβρίου σε 4.292.632 ΑΦΜ, από 3.656.672 στο τέλος Σεπτεμβρίου, ήτοι αυξήθηκαν κατά 635.960 ΑΦΜ ή κατά 17,39%.

Οι στόχοι του 2022 σε αριθμούς

Το υπουργείο Οικονομικών, κατά την κατάθεση του τελικού προϋπολογισμού  αναθεωρεί για τρίτη φορά προς πάνω τον πήχη για την ανάπτυξη του 2021 στο 6,9%. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεώρησε επίσης το στόχο σε άνω του 8% για το 2021 και 5% το 2022. «Καύσιμο» στην ανάπτυξη του 2022 δίνουν επενδύσεις, κατανάλωση και εξαγωγές με αποτέλεσμα την μεγέθυνση της οικονομίας κατά 4,5%. Το 2022 οι επενδύσεις σύμφωνα με το υπουργείο θα αυξηθούν κατά 21,9%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 8,9% και η ιδιωτική κατανάλωση κατά 3%. Αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση μειώνεται αρκετά κατά 2,8% . Θετικά σημάδια για την ανεργία η οποία προβλέπεται να υποχωρήσει στο 14,2%,από 15,9% το 2021, ενώ δεν αποτυπώνονται μεγάλες ανησυχίες για παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων. Ο ρυθμός πληθωρισμού αναμένεται μετριοπαθώς θετικός στο σύνολο του 2022 (0,8%), καθώς οι πληθωριστικές τάσεις του 2021 αναμένεται να αρχίσουν να υποχωρούν κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου, επιτρέποντας όφελος πραγματικού μέσου μισθού κατά 0,2% έναντι του 2021.

Κατώτατος μισθός 

Η αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης θα στηριχθεί, πέρα από τη χρήση των αποταμιεύσεων, στην αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6%, με το 83,3% των νέων θέσεων εργασίας να αφορά θέσεις μισθωτής απασχόλησης, αλλά και στην αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού κατά 1,1%. Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ώθηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 4,1% πάνω από το επίπεδο του 2021.

Σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, θα ξεκινήσει με τον νέο χρόνο για να ληφθεί απόφαση το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.   Από 1/1/2022 ισχύει η μικρή αύξηση του 2% που ανακοινώθηκε το καλοκαίρι, ενώ αναφορικά με το κονδύλια του προϋπολογισμού που θα κατευθυνθούν στο υπουργείο Εργασία αυτά ανέρχονται περίπου στα 22 δισ. Ευρώ. Σύμφωνα με το υπουργείο, αν αφαιρεθούν οι δαπάνες για την πανδημία θα είναι 2 δισ. ευρώ ή 10% παραπάνω σε σχέση με το 2019. Πηγές του υπουργείου Οικονομικών αναφορικά με την άνοδο του κατώτατου μισθού το 2022 επισημαίνουν ότι θα είναι σε συνάρτηση με την πορεία του ΑΕΠ -σε σχέση και  με το 2019- όπως και με τον πληθωρισμό. Χωρίς τον πληθωρισμό, η άνοδος που εκτιμάται εφικτή είναι της τάξης του 4%-5% (με πρόβλεψη για επαναφορά του ΑΕΠ στα 187-190 δισ. ευρώ). Αρμόδιο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για ρυθμό ανάπτυξης άνω του 6,9% το 2021 -που προβλέπει τώρα ο κρατικός προϋπολογισμός -και μάλιστα δεν αποκλείει να “γράψει” 8%, μία εκτίμηση που είναι κοντά εξάλλου σε εκείνες των ξένων αναλυτών.

Κλείνει το κεφάλαιο Μνημόνιο το 2022

Η ελληνική σκοπεύει – ενδεχομένως έως τον Ιούνιο – να τερματιστεί την ενισχυμένη εποπτεία, μέσα από την επίσπευση υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα έναντι των Θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό, απομένει να ολοκληρωθούν οι επόμενες αξιολογήσεις, μετά την θετική 12η αξιολόγηση, η οποία αποτέλεσε σημαντικό τεστ για την ελληνική οικονομία και συνδέεται με την εκταμίευση δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων ύψους 747 εκατ. ευρώ.  Ενα μόνιμο «αγκάθι» αποτελεί ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ στο τραπέζι βρίσκεται η πρόοδος σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πρέπει να ολοκληρωθούν έως το καλοκαίρι του 2022. Από τα βασικότερα πεδία είναι και η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, οι παρεμβάσεις στο Δημόσιο και στη δικαιοσύνη, οι τομές στις αγορές και η πρόοδος των ιδιωτικοποιήσεων. Στόχος της κυβέρνησης είναι οι περισσότερες εκκρεμότητες να έχουν διευθετηθεί μέχρι τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς, ώστε η Ελλάδα να αξιολογείται όπως κάθε κράτος-μέλος της Ενωσης, δηλαδή κάθε εξάμηνο.

Από το υπουργείο Οικονομικών έχει σχεδιαστεί ένας δρόμος κινήσεων με κύριο στόχο την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία ίσως και νωρίτερα από τον Ιούνιο, την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου Μνημονίου – ΔΝΤ (περί τα 7 δισ. ευρώ) και ταυτόχρονα να εφαρμοστεί αποτελεσματικό το σχέδιο από το Ταμείο Ανάκαμψης και η σταδιακή επιστροφή σε πλεονάσματα με ταυτόχρονη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.  Βασικό όχημα αποτελεί η πρόβλεψη για ισχυρή συσσωρευτική ανάπτυξη 11,7% στη διετία 2021-2022, τα υψηλά σχετικά ταμειακά διαθέσιμα που ανέρχονται σε πάνω από 32 δισ ευρώ και η θετική πορεία του κρατικού προϋπολογισμού με την υπέρβαση των στόχων στα έσοδα.

Οι αγορές

Μέσω του προγράμματος, στο οποίο κατ΄ εξαίρεση συμμετέχουν τα ελληνικά ομόλογα ελλείψει της επενδυτικής βαθμίδας, η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει τίτλους ύψους 35 δισ. Ευρώ. Φέτος, οι πληροφορίες δείχνουν ότι η Ελλάδα θα δανειστεί 10 – 12 δισ. ευρώ από τις αγορές με την έκδοση βραχυπρόθεσμων και μακροχρόνιων ομολόγων, ενώ στα σκαριά βρίσκεται και η πρώτη έκδοση “πράσινου” ομολόγου το πρώτο εξάμηνο του 2022. Η χώρα εφέτος εξέδωσε 5ετούς, 10ετούς και 30ετούς διάρκειας κρατικά ομόλογα αντλώντας συνολικά πάνω από 14 δισ. Ευρώ έχοντας ως βασικό “στήριγμα”, για τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, το έκτακτο πανδημικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η πρεμιέρα θα γίνει με ένα νέο 10ετές ομόλογο τον Ιανουάριο για την άντληση 3,5 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας με ένα νέο 5ετές τον Μάρτιο για την άντληση 1,5 δισ. ευρώ, ενώ το α’ τρίμηνο θα ολοκληρωθεί με το re-opening του 30ετούς ομολόγου για την άντληση 1 δισ. Ευρώ.  Το 2021 η Ελλάδα άντλησε 15,5 δισ. ευρώ από αγορές και μέσω του private placement του 30ετούς ομολόγου.

Πέραν των επενδυσεων το οικονομικό επιτελείο έχει το βλέμμα στο πρωτο κρίσιμο εξάμηνο του 2022. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να βάλει κάτω από την ομπρέλα της τα ελληνικά ομόλογα για όσο χρειαστεί λειτουργεί ως ένας προσωρινός επίδεσμος στο τραύμα του 2009. Η Ελλάδα επέστρεψε στις διεθνείς αγορές ομολόγων το 2017, αφού είχε αποκλειστεί για χρόνια κατά τη διάρκεια μιας δεκαετούς κρίσης χρέους από την οποία τελικά βγήκε τον Αύγουστο του 2018. Η οικονομία προσπαθεί να αποτάξει την “ταμπέλα” junk, στην οποία κατηγορία μπήκε κατά την κρίση του 2010, κάτι το οποίο εκτιμάται πως θα είχε ήδη συμβεί αν δεν χτυπούσε η πανδημία το 2020.  Κύριος στόχος του υπουργείου παραμένει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο μισό του 2023, χωρίς να αποκλείεται να επιτευχθεί και το 2022.  Ο νέος κύριος αξιολογήσεων έρχεται από τον Ιανουάριο και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η  ψήφος εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία και η ειδική αναφορά της προέδρου  Κριστίν Λαγκάρντ που έδωσε σήμα στις διεθνείς αγορές και επενδυτές ότι τα ελληνικά ομόλογα θα μείνουν κάτω από την “ασπίδα” του έκτακτου προγράμματος αγορών λόγω της πανδημίας (PEPP) και μετά τον Μάρτιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Bottom Ad

Responsive Ads Here

Pages