«Ντοπιολαλιά σημαίνει γλωσσικός πλούτος και όχι γλωσσική κατωτερότητα»
Εκείνοι που ακόμα την κρατούν ζωντανή είναι οι γηραιότεροι. Την κρατούν σαν κόρη οφθαλμού. Όταν φύγουν ίσως χαθεί για πάντα…
Ας δούμε όμως τις λέξεις και τις φράσεις που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε κατ’ αλφαβητική σειρά.
A
- 1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
- Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
- Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
- Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
- 5. Άγγουσα ζέστη = η κάψα
- 6. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
- 7. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
- Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
- Ακουμπέτι = παρά ταύτα
Στο Κάστρο της Κορώνης |
10.Ακώ = ακούω
11.Αλάργα= μακριά
12.Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
13.Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω – κάτω
14.Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
- Aμπαρώνω= κλειδώνω
16 Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
- Αμπέχονο = καπαρντίνα
- Αμπολάω=Αφήνω
- Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
- Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
- Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
22. Αναρίγησα = ανατρίχιασα - Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
- Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
- Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
26. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα - Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
- Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
- Αξύριγος = αξύριστος.
- Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
- 31. Απίδι= αχλάδι,
32. Απόκανα = παρακουράστηκα, - 33. Αποπερα=απεναντι.
34. Αποσταίνω = κουράζομαι
35. Αποσπερού = απόψε το βράδυ - 36. Αραχνος = κακομοίρης,
- 37. Αρμάκι = μάντρα
38. Αρούκατος= άτσαλος - Αρναούτης = ισχυρογνώμων
- Ασκί = τουλούμι.
41. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
42. Απόπατος = τουαλέτα
43. Αραούζης = ασουλούπωτος
44. Απαντοχή = υπομονή - Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
46. Αποκορωμένος = καταραμένος
47. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
48. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
49. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
50. Απόρριξε =απέβαλλε
51. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
52. Αράδα = σειρά. - Άρατος = άφαντος
- Αρτήθηκα = έφαγα.
- Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
- Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα
κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης. - Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του.
- Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
- Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
- Αφόρμησα = μολύνθηκα
- Αχάραγο = αφώτιστο
62. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β.
63. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
- Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
- Βαγένι = βαρέλι
- Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
67. Βανιώνω = παχαίνω
68. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
69. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό - Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
71. Βίκα = στάμνα - Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
- Βίτσα=Λεπτό κλαδί
- Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από
βάτα
75. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
76. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
77. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο. - Bούζα= χοντρή γυναίκα
- Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
- Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα
χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες. - Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
Γ΄
82. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
- 83. Γαστέρα = κοιλιά
84. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
85. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο. - Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
- Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
- Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης. - Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα
- Γκοργκούνι= αστράγαλος
- Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ
φαγητό. - Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
- Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
- Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού.
- Γιομα = απογευμα.
- Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα. - Γιουρούκι = σκουντούφλης.
- Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,
- Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια. 100. Γκουργκούνι = αστράγαλος
101. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο. - Γνέματα = νήματα
- Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
- Γουστέρα = σαύρα
105 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
- Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
- Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
- Γρέκια = μαντριά
Δ΄
109. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
- Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
- Δικόνες μου = ο δικός μου
112 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια
- Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
- Δριστέλια = η νεροτριβή. 115. Δώθενε = από εδώ
Ε΄
- Ευτού = εκεί
- Έκα = κάνε πιο πέρα
118. Εντο = νάτο - 119. Εντοσα = ξεπιάστηκα
- 120. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
121. Εφτούνο = αυτό - 122. Έχουτε = έχετε.
Ζ΄
- Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
- Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
- Ζωστήρα = Ζώνη
- Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η΄ 127. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
- Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ΄
- 129. Θέλουτε = θέλετε
Κ΄
130. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
- Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
- Καλύβω = καλύπτω.
- Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
- Καμώνομαι = σωπαίνω.
- Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
- Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη, 137. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
- Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
139 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
- Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
- Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
- Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
- Καταλιακού= μες τον ήλιο.
- Καταλαχού= κατά τύχη.
- Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα
- Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
- Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
- 148. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
- Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
- κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
- Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
152. Κατσούλα = γάτα - Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της
ελιάς.
154. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος - Κατακεφαλιά =καρπαζιά
- Καψερός = ο καημένος.
- Κείθενε = από ‘κει,
- Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
- Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
- Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
161. Κλ.ωνα = κλωστή - Κιόσα (τα) = Χρέη
- Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
164. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
165. Κούκλα = καλαμπόκι - Kοκόσια = αμύγδαλο
167. Κολιάνιτσα = ευκοίλια - Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
- Κουλούκι = το κουτάβι
- Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
171. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας - Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
173. Κουβενταρία = λογοδιάρρια. - Κουνενές = μωρό.
- Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
176. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
177. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο. - Κονταυγές = χαράματα
- Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
180. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
181. Κιβούρι = μνήμα - Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
- Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
- Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
- Κόφα = μεγάλο καλάθι.
186. Κοφίνι =καλάθι. - Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
188. Κότσαλα = κοτσάνια - Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα.
- 19 Κούμπλα = βρύση,
191. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας. - 19 Κουτουρού = τυχαία
193. Κοτσώνομαι = καμαρώνω - Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
195. Κοπελάτος = υπηρέτης - Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
- Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
- Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
- Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
200. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
Λ΄
- Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
- Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
- Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
- Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
- Λάκκος = αργαλειός.
- Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει
τον επόμενο χρόνο. - Λάμια=Όμορφη γυναίκα
- Λούρα = λουρί
- Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η
θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
210. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών. - Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα
χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
- Λιαδώματα = Κατσίκια
- Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
- Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
- Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
- Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
- Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
- Λοκάνικο = λουκάνικο.
- Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
- Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
- Λόπια = Φασόλια ξερά.
- Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
- Μαθές = λοιπόν.
- Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
- Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
- Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
227 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
228. Μάπα= λάχανο.
- Μάπα = σφουγκαρίστρα
- Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
- Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
- 232. Μαρτίνι = κατσίκι
233. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
- ματσουλάω = μασάω
- Με μερμελάει= με ενοχλεί
- Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
- Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
- Μέσκουλες = μούσμουλα
- Μολόχα = γεράνι
- Μαναστήρα=Η ευλογημένη
- Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
- Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
- Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
- Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
- Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
- Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
247. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα. - 248. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
249. Μπουγέλος = κουβάς. - 250. Μπορούτε = μπορείτε
251. Μπόσικα = χαλαρά. - Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
253. Μπάκα = κοιλιά. - Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
- 255. Μπούρδας = χοντρός
- 256.Μπουρνέλια = κορόμηλα
257. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
259. Μπάκακας =βάτραχος.
- Μπανιερό = μαγιό
- Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
- Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
- Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
- Μπιντόνα = ντενεκές
- Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
266. Μπουζία = γουρούνια. - Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
- Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
- Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
- Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς
- Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
272. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
273. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
274. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα. - Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή
όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)
Ν΄ - Ναχρικά = κατσαρολικά
277. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
278. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
279. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες - Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή
- 281. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος
282. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας. - Ντόνω = ξεμουδιάζω,
- Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
- 285.Ντορβάς = ταγάρι
Ξ΄
- 286. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
- Ξείκλωτος = ατιμέλητος
- Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται. - Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
- Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
291. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
292. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ. - 293. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία
294. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
295. Ξυλοκέρατα = χαρούπια. - Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
- Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
- Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
- Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
300. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν. - Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄
302. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο (μοιάζει λίγο
με κισσό ή και σπαράγγι)
- 303. Ολούθε = παντού
304. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια - 305. Ούλοι = Όλοι
Π΄
306. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος. - Πανιάρα = είδος εργαλείου σαν σφουγγαρίστρα, που καθάριζαν τις στάχτες απ τους
φουρνους
308. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα) - Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα)
- Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος.
311. Παραγώνι = τζάκι - 312. Παράφθαστο = αξεπέραστο
Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια. - Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
315. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη. - Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
- Πάστρεφτο = καθάριστο
- Πατάκα = πατάτα.
319. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
320. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό. - Πελεκάω = χτυπάω.
- Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία.
- Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας
324. Πετσί λουρί = χέσιμο,
- Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
326. Πιλαλάω = τρέχω,
327. Πιλάλα = τρέξιμο, - Πινακωτή = ξύλινη τάβλα που έβαζαν το ζυμάρι να φουσκώσει πριν το φουρνίσουν
- Πινιάτα = μικρό πήλινο πιθάρι
330. Πιτάρι = μελισσοκέρι
331. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
332. Πέσε μου = πες μου,
333. Πλακουτσά = πλακωτά. - Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω)
- Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών.
- Πολυβαρδία – πολυκοσμία
- 337.Πουντιάζω = ξεπαγιάζω
Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού, - Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
340. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
341. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων, - Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
343. Προσμπούκι = κολατσιό
344. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
345. Προσώρας = προσωρινά. - Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
Ρ΄
347. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
- Ρέντος=Ράντισμα
- Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα.
350. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας. - Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού.
- Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα,
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία) - Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό
354. Ρούγα = γειτονιά - Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα
- Ρουκούλησε = κύλησε
- Ρουπώνω = χορταίνω
- Ρουτα = πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο
359. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
360. Ρεντάω = ραντίζω.
Σ΄
361. Σαγάνι = πιάτο,
- Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα) - Σακάτου = εκεί κάτω,
- Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
- Σαλάγημα = Κυνήγημα
366. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού. - Σάμπως = Σάματις = Μήπως
- Σαπάνου = εκεί επάνω.
- Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
370. Σαρώνω = σκουπίζω,
371. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
372. Σάψαλο = σάπιο. - Σβαρνάω = που σκοντάφτω ,πέφτω πάνω σε κάτι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. .
374. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο. - σβώλος = μικροκαμωμένος.
- Σβιλάδα = ζούρλια, τρέλλα.
377. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
378. Σγούφτω=σκύβω,
379. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
380. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
381. Σειριά = σόϊ
382. Σεργούνι = η ξεφτύλα. - Σιδερωστια = το σιδερένιο τρίγωνο του τζακιού
- Σίδωσε=νύχτωσε
- Σιρίτια = κορδόνια
- Σίχλος = κουβάς
- Σκάλος = σκάλισμα
388. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
389. Σκατοψύχια = κατάρες. - Σκαβούτα = χελώνα
391. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
392. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
393. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
394. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα, - Σκεύομαι = σκέπτομαι
396. Σκουληκαντέρα = γλίτσα. - Σκουτέλα= κούπα
398. Σκιάχτηκα = τρόμαξα, - Σκουτέλα = φλυτζάνα
400. Σουβή=συμφορά, - Σκατογένης = διάβολος
402. Σκορδοστούμπι = γουδί,
403. Σκουράντζος= ρέγγα,
404. Σκούζω = φωνάζω, - Σκουτέλα= κούπα
406. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
407. Σούγελο = υδροροή
408. Σούδα = στενό δρομάκι,
409. Σουράω= σφυρίζω,
- Σούρσιμο = διαροια.
411. Σπάρτο = κατσαφάνα
412. Σταθιμός= σταθμός,
413. Σπερνά = κόλυβα,
414. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια. - Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του
αλωνιού.
416. Στρατόνι = πεζούλα
417. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
418. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω - Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω.
- Στρογγός = ο γιούκος,= η ντάνα με τα ρούχα.
421. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο - Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
423. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
424. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης. - Συμπούπουλο = θα καεί ολόκληρο
- Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
- Συννεφόκαμα= μουντός καιρός συννεφιασμένος
- Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
- Σκούρκος =χρυσόμυγα.
430. Σιγουρεύω = κρύβω, - Στεγνώξω = στεγνώσω.
- Συγκαρτσαλοι = περπατούσαμε όλοι μαζί, οι φίλοι, οι συγγενείς, το σόι
- Σύχλο = κουβάς
434. Σφαρδάκλι = βάτραχος. - Σφέλαχτρο: Φυτό όπως το σκίντο.
- Σώνει = φτάνει.
- Σώστο = πιάστο
- Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας.
Τ΄
439. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
440. Τανιέμαι = σφίγκομαι, - Ταπίστωμα = ανάποδα
442. Ταχειά = αύριο,
443. Τέτζερης = κατσαρόλα,
444. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα, - Τηλώθηκα = χόρτασα
446. Τι λογό = τι είδος, - Τζάρα= Μεγάλο πήλινο αγγείο για βρόχινο νερό ή λάδι.
448. Τηράου=βλέπω, - Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
450. Τουρλώνω = φουσκώνω, - Τουρνόκολα = ανάποδα
452. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
453. Τράβα= καδρόνι στέγης, - Τραγατσούλα ή Δραγατσούλα= Καλύβα από ξύλα και φτέρη
- Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
- Τριχιά = σκοινί
457. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
458. Τσακάω = τσακίζω - Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα
460. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
461. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί. - Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
- Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
- Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
- τσεράνα = δύστυχη
- 4 Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα,
467. Τσικάου = τσουγκρίζω. - Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
469. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
- Τσουλάγρα = πιτσιλιά
471. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
472. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
473. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
474. Τσουράπι= κάλτσα,
475. Τσιγκλάω = προτρέπω,
476. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
477. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
478. Φαγανιάρης = λαίμαργος
479. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου - Φιλιατρό = Το χείλος του πηγαδιού
- Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
- Φιότσος = βαφτηστήρι
483. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
484. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
485. Φλομώνω = ζαλίζω. - Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
- Φλύχτρες = σπυράκια
- Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
οδηγό - Φορτσέρι = μπαούλο
490. Φούγα = οργή. - Φούλης = Αδελφούλης
- Φουντουλώνει (το φουντούλωσα) = φουντώνει
493. Φουρφουράω = θορυβώ. - Φουστεκιαζω = δένω το μπρος με το πίσω πόδι ζώου με τριχιά για να μην τρέχει
- Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
496. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο - Φτενός = λεπτός.
498. Φτούνος = αυτός.
Χ.
- Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος.
- χανταβουλιάζομαι= χάνομαι, είναι για τα λιόπανα= είναι πολύ μεθυσμένος!!!
- Χάμου = κάτω.
- Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
503. Χαρανί = καζάνι, - χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού.
- Χανταβουλιάστηκα ή σωρώθηκα = Έπεσα κάτω (χανταβούλης: διάβολος, δαίμονας)
- Χαντρολέμι = κολιέ,
507. Χαλαστάρι = πέτρα
508. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί. - Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
- Χαρμπί = Είναι ένα είδος μικρού ξίφους.
511. Χαρχαλεύω = ψάχνω - Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι.
513. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι. - χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι)
515. Χόβολη = στάχτη.
516. Χουνέρι = πάθημα. - Χούνι = το φαράγγι
518. Χορήγι = ασβέστης.
519. Χουγιάζω = βρίζω. - Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό.
- Χρίζω = αλείφω.
522. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
523. Ψηλαριδα=γυναικα με ψηλα ποδια. - Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
- ψες = χθές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου