Με σαφώς βελτιωμένες ποιότητες, μετά και τα κατά τόπους καιρικά φαινόμενα, συνεχίζεται η παραγωγή ελαιολάδου σε παραγωγικά κέντρα, ωστόσο η φετινή περίοδος πλησιάζει προς τη λήξη της με το τέλος της χρονιάς, αρκετά νωρίτερα από το σύνηθες, επιβεβαιώνοντας τους σαφώς μικρότερους όγκους.
Η φετινή εικόνα της παραγωγής χαρακτηρίζεται πρωτόγνωρη, καθώς οι σημαντικές μειώσεις αφορούν το σύνολο της χώρας. Οι παραγωγοί σημαντικών ελαιοκομικών περιοχών θα έχουν οριακά το λάδι που χρειάζονται για την κάλυψη των οικογενειακών τους αναγκών, ενώ δεν λείπουν πλέον και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι, σε αυτή την ιδιαίτερη χρονιά, το προϊόν θα λείψει ακόμη και από το ράφι.
Από την άλλη, οι τιμές συνεχίζουν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, χωρίς κανείς να μπορεί να εκτιμήσει με ασφάλεια αν πρόκειται για το «ταβάνι» ή αν θα εξακολουθήσουν να κινούνται ανοδικά, με τους παραγωγούς να προσδοκούν το δεύτερο και τη βιομηχανία να το «απεύχεται», δεδομένης της πίεσης που ασκεί ο φόβος για απώλεια κοινού –που δύσκολα θα ανακτηθεί– από το ελαιόλαδο και ιδιαίτερα το εξαιρετικό παρθένο.
Αυτό που, κατά γενική ομολογία, εξακολουθεί να συμβαίνει είναι η συγκράτηση για διάθεση ποσοτήτων από πλευράς παραγωγών, την ώρα που τυποποίηση και έμποροι ζητούν ποσότητες για την κάλυψη τρεχουσών ή άμεσων αναγκών. Οι πράξεις, έως τώρα, παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και οι τιμές, παρόλο που δίνονται, δεν θεωρούνται αντιπροσωπευτικές, ώστε να διαμορφώσουν εικόνα αγοράς για το προϊόν.
Ελλείψεις ακόμη και από το ράφι προβλέπονται από το Ηράκλειο
Για απουσία πράξεων, σε επίπεδο τόσο παραγωγών όσο και συνεταιριστικών – ιδιωτικών ελαιοτριβείων, κάνει λόγο από το Ηράκλειο ο Μιχάλης Καμπιτάκης, πρόεδρος της Οργάνωσης Παραγωγών στον ΑΣ Κάτω Ασιτών και α’ αντιπρόεδρος του ΣΑΣΟΕΕ. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην περιοχή ακούγονται τιμές με ένα εύρος από 8 έως και 9 ευρώ, ακόμη και υψηλότερα, με τη μέση τιμή να προσδιορίζεται περίπου στα 8,5 ευρώ για τον παραγωγό, χωρίς όμως αυτές να μεταφράζονται σε πράξεις.
Δεδομένης της εικόνας, ο κ. Καμπιτάκης χαρακτηρίζει την τιμή «πλασματική», αφού επί της ουσίας κανένας παραγωγός δεν πουλάει, ενώ και τα ελάχιστα βυτία που έχουν διατεθεί από οργανώσεις κυρίως σε άλλες περιοχές δεν αφορούν επαρκείς ποσότητες, ώστε να κατευθύνουν την αγορά.
«Αν η παραγωγή μας ήταν 35.000-40.000 τόνοι, θα είχαν γίνει κάποιες πράξεις και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με κάποια ασφάλεια, τώρα όμως δεν μπορεί να μιλήσει κανείς», εξηγεί, επισημαίνοντας το ιδιαίτερα χαμηλό ύψος παραγωγής που εκτιμάται πλέον για την Κρήτη, η οποία δεν αναμένεται να υπερβεί τους 20.000 τόνους ελαιολάδου, από τους περισσότερους από 130.000 τόνους πέρυσι.
Το Ηράκλειο βρίσκεται στο 70% και, ουσιαστικά, κλείνει την περίοδο συγκομιδής με το τέλος του έτους, αφού λίγοι θα μείνουν να μαζεύουν τη νέα χρονιά, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο κ. Καμπιτάκης, τονίζοντας ότι, αν και η εικόνα διαφέρει κατά τόπους, ένα ποσοστό ίσως μεγαλύτερο και από το 80% των παραγωγών στην περιοχή φέτος βγάζει ίσα-ίσα το λάδι για τις οικογενειακές του ανάγκες. Ενδεικτική είναι και η εικόνα των ελαιοτριβείων, τα οποία σε κάποιες περιοχές δεν άνοιξαν στο σύνολό τους. Όπως εξηγεί, το κόστος και μόνο για το άνοιγμα, το λεγόμενο «λάδωμα», ενός ελαιοτριβείου με δυναμικότητα άλεσης 5-6 τόνων ζύμης/ώρα για την παραγωγή ενός τόνου ελαιολάδου ανέρχεται στα 15.000-20.000 ευρώ, ποσό στο οποίο μετά προστίθεται το αυξημένο κόστος λειτουργίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάγκη των εγχώριων τυποποιητών θα καλυφθεί δύσκολα φέτος, κάτι που καθιστά πιο απίθανες τις εξαγωγές βυτίου, ενώ προβλέπει ακόμη και ελλείψεις από το ράφι, δεδομένων των μειώσεων.
Πάντως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καμπιτάκης, «οτιδήποτε κινηθεί ακόμη και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, θα γίνει πράξη», θεωρώντας ότι τόσο από το εξωτερικό όσο και από την ντόπια αγορά θα υπάρχει ενδιαφέρον και κατά την εορταστική περίοδο.
Από 8,70 έως 9,30 το εύρος τιμών για τους παραγωγούς της Λακωνίας
«Στην πραγματικότητα, οι τιμές που αναφέρονται δεν ανταποκρίνονται στο μέγεθος και στην ποσότητα του ελαιολάδου (σ.σ. που διακινείται)», σημειώνει από τη Λακωνία ο παραγωγός, ελαιοτριβέας και τυποποιητής, Δημήτρης Πολυμενάκος, τονίζοντας την απόκλιση που έχει η πραγματικότητα από τα όσα γράφονται και ακούγονται σε μια χρονιά εξαιρετικά ιδιαίτερων συνθηκών για το ελαιόλαδο.
Σύμφωνα με όσα ο ίδιος αναφέρει, το εύρος των τιμών παραγωγού, που επικρατούν στην περιοχή, είναι μεταξύ 8,70 και 9,30 ευρώ, αναλόγως πάντα και της ποιότητας του προϊόντος. Ωστόσο, ο κ. Πολυμενάκος επισημαίνει τις μικρές ποσότητες που έχουν φύγει από την περιοχή σε σύγκριση με άλλες χρονιές.
Έχοντας και την εικόνα της τυποποίησης, ο κ. Πολυμενάκος περιγράφει ότι οι αγορές μιας επιχείρησης πλέον κινούνται στην κάλυψη των αναγκών, αφενός λόγω των πολλών χρημάτων που χρειάζεται κανείς για να στοκάρει προϊόν και αφετέρου του ρίσκου στην περίπτωση που το επόμενο διάστημα «γυρίσει» η τιμή και βρει κάποιον με τέτοιο στοκ.
Από την άλλη, όπως προσθέτει, «και οι παραγωγοί δεν πιέζουν την αγορά», καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι θα πουλήσουν αργότερα, και αυτό γιατί προσδοκούν άνοδο τιμών, ενώ συγκρατούνται και για φορολογικούς λόγους.
«Αυτό δημιουργεί αποθέματα, η αγορά δεν έχει ομαλή ροή», συμπληρώνει, χαρακτηρίζοντας τη συνθήκη επικίνδυνη για το μέλλον, αφήνοντας στην πραγματικότητα χαμένο το ελαιόλαδο. Η συγκομιδή στον Νομό Λακωνίας συνολικά πλησιάζει κάπου στο μέσο της κι αυτό επειδή κάποιοι παραγωγοί έχουν μεταθέσει για μετά τις γιορτές το μάζεμα, λόγω των μειωμένων αποδόσεων που παρατήρησαν.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που μεταφέρει ο κ. Πολυμενάκος, οι φετινοί όγκοι θα είναι περίπου στο μισό των περσινών, χωρίς ακόμη να μπορεί να το πει κανείς με ασφάλεια, προτού το λάδι μπει στις δεξαμενές.
Εγκρατείς οι παραγωγοί και στη μεσσηνιακή Μάνη, δίνουν μόνο για την ανάγκη
Κάποια ζήτηση από πλευράς εμπόρων, αλλά εγκράτεια από πλευράς παραγωγών μεταφέρει από τη μεσσηνιακή Μάνη ο ελαιοτριβέας Δημήτρης Πουλάκος, σχολιάζοντας ότι οι πράξεις δεν είναι πολλές. «Μέχρι στιγμής, ποσότητα φεύγει όταν παρουσιάζεται ανάγκη» αναφέρει, με την τιμή προ ολίγων ημερών στην περιοχή να βρίσκεται στα 8,80 για το ΠΟΠ και στα 8,60 για το έξτρα παρθένο, χωρίς να αποκλείεται κάποια επιπλέον άνοδος αυτήν τη βδομάδα.
Ο ίδιος επισημαίνει τη συνεχόμενη ανοδική τάση που κατέγραψαν οι τιμές τις προηγούμενες βδομάδες. «Υποθέτω ότι μέσα στο 2024 θα έχουμε και άλλες αυξήσεις στο λάδι», προσθέτει, καθώς θα αρχίσει να φαίνεται η έλλειψη και θα τελειώνουν τα αποθέματα σε Ισπανία και Ιταλία.
Ως προς τα παραγωγικά, η μείωση στην περιοχή, σύμφωνα με την εικόνα που έχει από το ελαιοτριβείο του, εκτιμάται στο 20%-25%, ενώ η συλλογή έχει σχεδόν τελειώσει. Οι τελευταίες βροχές στην περιοχή βελτίωσαν τις οξύτητες, επέδρασαν όμως αρνητικά ως προς τις αποδόσεις, εξηγεί.
«Μαγκωμένοι» οι παραγωγοί και στην Ηλεία
Για καλή ποιότητα, αλλά ποσότητες μειωμένες στο μισό των περσινών, κάνει λόγο ο παραγωγός και εμπορικός διευθυντής της Ομάδας Παραγωγών Μονοπάτι ΑΕ, Κώστας Παναγιωτόπουλος, από το Γεράκι Ηλείας. Η μείωση καταγράφεται και ευρύτερα στον νομό, με τους παραγωγούς της περιοχής να ολοκληρώνουν τη διαδικασία της συλλογής στο επόμενο δεκαήμερο.
Η τιμή που επικρατεί είναι στα 8,20-8,30 ευρώ, ωστόσο κι εκεί επισημαίνεται συγκράτηση από πλευράς παραγωγών, καθώς, επίσης, προσδοκούν άνοδο. «Υπάρχει μια ζήτηση, αλλά οι παραγωγοί δυσκολεύονται να δώσουν προϊόν, γιατί θεωρούν ότι η τιμή θα ανέβει κι άλλο», εξηγεί ο κ. Παναγιωτόπουλος, με τις κινήσεις να μετατοπίζονται μάλλον προς τη νέα χρονιά.
Οι παραγωγοί φαίνονται μαγκωμένοι, το ίδιο όμως «μαγκωμένη» δείχνει και η αγορά για το τυποποιημένο προϊόν, σε αντίθεση με άλλες χρονιές, όπως αναφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου