Μπορεί με το Ν.4387/2016 να δημιουργήθηκε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΕΦΚΑ), όμως συνέχισε να κουβαλάει μαζί του πολλές αδικίες που υπήρχαν, ενώ με την βίαιη σύστασή του δημιούργησε κι άλλες πολλές, που αφενός αφαιρούν κάθε μήνα εισόδημα από τους συνταξιούχους κι αφετέρου, εντείνουν την διαφορετική μεταχείριση δημιουργώντας συνταξιούχους πολλών ταχυτήτων.
Μία από τις σημαντικότερες αδικίες ήταν ότι καταργήθηκε την περίοδο 2016-19 το ΕΚΑΣ, το οποίο ελάμβαναν μέχρι τότε σχεδόν 360.000 χαμηλοσυνταξιούχοι με εισοδηματικά κριτήρια. Εκτοτε δεν υπάρχει σταθερός και νομοθετημένος τρόπος ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων. Ενώ, με τον επανυπολογισμό των συντάξεων τους, δημιουργήθηκε μεγάλη προσωπική διαφορά που έχει απορροφήσει τις δύο διαδοχικές αυξήσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καλύψουν τις απώλειες του εισοδήματος τους από τον πληθωρισμό και μόνο κατά τις κρίσιμες προεκλογικές περιόδους και αναλόγως των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, η κυβέρνηση ανακοινώνει κάποιες εφάπαξ-εορταστικές ενισχύσεις.
Την ίδια στιγμή οι συνταξιούχοι με εικτές αποδοχές από κύριες συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ και επικουρικές άνω των 300 ευρώ πληρώνουν διπλή φορολογία. Εκτός από τη φορολογική κλίμακα (22% από 10.000 ευρώ έως 21.999, ενώ για μεγαλύτερα ποσά ετήσιου εισοδήματος 32% κ.ο.κ.) πληρώνουν και Εισφορά Αλληλεγγύης. Ετσι αυτή η κατηγορία συνταξιούχων επιβαρύνεται με ποσά φόρου άνω του 40% από το πρώτο ευρώ μαζί με την εισφορά Υγείας.
Ενώ, με την πρόσφατη ρύθμιση του Ν.5078/2023 δόθηκαν κίνητρα για την απασχόληση των συνταξιούχων, δεν υπήρξε καμία μέριμνα για την τριπλή εισφορά ασθένειας 6% στην κύρια σύνταξη, 6% στην επικουρική σύνταξη και 2,55% ως εργαζόμενοι ή 62 ευρώ το μήνα για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ακόμη μία αδικία είναι ότι οι παλαιοί συνταξιούχου (πριν τον Μάιο του 2016), που έτυχε να έχουν λόγω ιδιότητας ή και λόγω επαγγέλματος διπλή ασφάλιση, για να μη χάσουν τις εισφορές τους θα έπρεπε να συμπληρώσουν 16 έτη ασφάλισης και ηλικία 67 για να πάρουν σύνταξη από το δεύτερο Ταμείο. Πάρα πολλοί όμως δεν έφτασαν στα 16 χρόνια, με αποτέλεσμα οι εισφορές τους να μείνουν στα Ταμεία, καθώς οι ίδιοι δεν δικαιούνται ούτε επιστροφή εισφορών. Ενώ λοιπόν όσοι αποχώρησαν μετά τον Μάιο του 2016 (μετά το νόμο Κατρούγκαλου) και είχαν δύο Ταμεία παίρνουν προσαύξηση σύνταξης 0,075% για τις επιπλέον εισφορές, οι συνταξιούχοι πριν τον Μάιο του 2016 δεν δικαιούνται τίποτε παρά μόνον αν συμπλήρωσαν 16 χρόνια με παράλληλη ασφάλιση.
Επίσης, με τη βίαιη αναπροσαρμογή των ενδιάμεσων ορίων ηλικίας που θέσπισε ο Ν.4336/15 οδήγησε πολλούς ασφαλισμένους να έχουν συμπληρώσει 40 έτη εργασίας και να μην μπορούν λάβουν τη σύνταξή τους, δεδομένου ότι δεν έχουν συμπληρώσει και το 62ο έτος της ηλικίας τους. Συνεπώς, από τη μία πλευρά είναι εγκλωβισμένοι να περιμένουν μέχρι τη συμπλήρωση του απαραίτητου ορίου ηλικίας και από την άλλη για κάθε έτος μετά το 40ό η ετήσια προσαύξηση στην αναπλήρωση της ανταποδοτικής σύνταξης να είναι μόλις 0,5%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συνταξιούχοι να παίρνουν ελάχιστα στη σύνταξη με εισφορές άνω των 40 ετών, καθώς από έτος σε έτος το κέρδος στη σύνταξη δεν ξεπερνά τα 10 ευρώ.
Αδικίες συνεχίζουν να υφίστανται και οι χήρες με κύριο πρόβλημα να είναι η τιμωρία της εργασίας για όσες θέλουν να εργαστούν προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Παραμένει το πέναλτι της μείωσης κατά 50% της σύνταξης σε περίπτωση ανάληψης-συνέχισης της εργασίας τους. Ενώ, δεν τους δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουν ποια σύνταξη (λόγω θανάτου ή εξ ιδίου δικαιώματος) θα περικοπεί. Στην περίπτωση δε των αγροτών/αγροτισσών, με τη λήψη της σύνταξης χηρείας περικόπτεται εντελώς το κοινωνικό μέρος της σύνταξης ΟΓΑ, με αποτέλεσμα και μετά την πάροδο της 3ετίας να καταλήγουν σε συντάξεις χαρτζιλίκι. Με το ποσοστό του πληθωρισμού σήμερα να αθροίζεται κάθε μήνα σ’ αυτόν του προηγούμενου μήνα που έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του εισοδήματος όλο και περισσότερο των συνταξιούχων, θα πρέπει να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος και να τονιστούν όλες οι αδικίες του ασφαλιστικού, που θα φέρει ουσιαστικές και με κοινωνικού χαρακτήρα λύσεις και δεν θα περιορίζονται σε αμιγώς δημοσιονομικού χαρακτήρα τα ζητήματα των συνταξιούχων.
*Ο Θεόδωρος Ξούλος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών θεμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου