Δεν είναι μόνο οι διάσημοι ελληνικοί προορισμοί, όπως τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου ή του Ιονίου. Η Ελλάδα βλέπει πλέον σχεδόν όλες τις περιφέρειές της, ακόμα και τις λιγότερο γνωστές, να τουριστικοποιούνται, ένα φαινόμενο που δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη.
Αυτό είναι το κεντρικό αποτέλεσμα της νέας έρευνας με αντικείμενο την τουριστικοποίηση στην Ευρώπη που εκπόνησε το Εργαστήριο για τη Γεωγραφία της Εργασίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και παρουσιάζει η Καθημερινή.
Η τουριστικοποίηση διαχωρίζεται από τον τουρισμό καθώς αναφέρεται στη διαδικασία μετασχηματισμού ενός τόπου, μιας περιφέρειας ή μιας χώρας σε πεδίο εκτεταμένης ανάπτυξης τουριστικών δραστηριοτήτων που συνδέεται με τη συνεχή προσαρμογή του τόπου αυτού στις ανάγκες των επισκεπτών και στις επιδιώξεις των τουριστικών επιχειρήσεων. Το εργαστήριο δημιούργησε έναν δείκτη για να μετρήσει αυτό το μέγεθος, βασιζόμενο σε έξι μεταβλητές, μεταξύ των οποίων τις κλίνες και τις αφίξεις ανά κάτοικο, καθώς και την εξάρτηση της απασχόλησης του πληθυσμού από τους κλάδους της εστίασης και της φιλοξενίας.
Στην πρώτη 10άδα συγκαταλέγονται το Νότιο Αιγαίο (1η θέση), τα νησιά του Ιονίου (2η θέση) και η Κρήτη (10η θέση), ενώ πιο κάτω βρίσκονται το Βόρειο Αιγαίο (22η θέση), η Πελοπόννησος (24η θέση), η Ηπειρος (25η θέση), και η Κεντρική Μακεδονία (29η θέση), ανάμεσα σε 254 Περιφέρειες
Σύμφωνα με τα δεδομένα που συνέλεξαν οι ερευνητές από όλες τις περιφέρειες της Ευρώπης για το 2022, η Ελλάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια καταλαμβάνοντας τις πρώτες δύο θέσεις με τις περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου και των Ιόνιων Νήσων. Τις ίδιες θέσεις είχε καταλάβει και στην αντίστοιχη μελέτη που εκπόνησε το πανεπιστήμιο το 2009. Σε σύγκριση μάλιστα με τότε, αύξησε αρκετά το «σκορ» της τουριστικοποίησης. Στην πρώτη 10άδα συγκαταλέγεται και η Κρήτη (10η θέση), ενώ πιο κάτω βρίσκονται το Βόρειο Αιγαίο (22η θέση), η Πελοπόννησος (24η θέση), η Ηπειρος (25η θέση), και η Κεντρική Μακεδονία (29η θέση) ανάμεσα σε 254 Περιφέρειες.

«Καμία άλλη χώρα, με τόσες περιφέρειες, δεν έχει τις περισσότερες από αυτές σε τόσο έντονα και υψηλά στάδια τουριστικοποίησης», υπογράμμισε ο Κώστας Γουρζής, μεταδιδακτορικός ερευνητής. Ενδεικτικά, το Νότιο Αιγαίο δέχθηκε το 2022 σύμφωνα με τη Eurostat πάνω από 20 επισκέπτες ανά κάτοικο ενώ σχεδόν ένας στους τέσσερις απασχολούμενους στην περιφέρεια εργαζόταν στον κλάδο της φιλοξενίας και εστίασης. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά καταγράφουν και τα νησιά του Ιονίου, στα οποία η συνδεδεμένη με τον τουρισμό απασχόληση άγγιξε το 30%. Στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά βρέθηκε η Αδριατική Κροατία και την πεντάδα συμπλήρωσαν οι Βρυξέλλες και η Μάλτα με τις Βαλεαρίδες Νήσοι και τη Βιέννη να ακολουθούν.
Οπως σχολιάζουν οι επιστήμονες, τα δεδομένα δείχνουν πως παρά την έκρηξη του αστικού τουρισμού αλλά και την παραδοσιακά ισχυρή τουριστική δραστηριότητα στις Αλπεις, το τρίπτυχο ήλιος-θάλασσα-άμμος που προσφέρει ο ευρωπαϊκός Νότος παραμένει η πιο ελκυστική τουριστική επιλογή, η οποία μάλιστα τα τελευταία χρόνια ισχυροποιείται.
Η τουριστικοποίηση εντοπίζεται κυρίως σε χώρες, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό εκβιομηχάνισης και προ της οικονομικής κρίσης βασίζονταν στις επενδύσεις σε κατασκευές.
Στην έρευνα διαφαίνεται πως παρότι η τουριστικοποίηση αποτελεί πανευρωπαϊκή τάση, επηρεάζει περισσότερο τον Νότο, και εντοπίζεται κυρίως σε χώρες, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό εκβιομηχάνισης και προ της οικονομικής κρίσης βασίζονταν στις επενδύσεις σε κατασκευές. Για αυτό και μέσα στην οικονομική κρίση είδαν τον τουρισμό ως σανίδα σωτηρίας χρησιμοποιώντας τις υφιστάμενες υποδομές τους—όπως τα μεγάλης κλίμακας ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τα περιφερειακά αεροδρόμια— ώστε να αναπροσαρμόσουν ταχύτερα την οικονομική τους βάση, ξεκινώντας έτσι μια τάση υπερβολικής εξάρτησης από τον συγκεκριμένο κλάδο.
Σε αντίθεση με τον τουρισμό, ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας βασιζόμενος στο φυσικό κάλλος της χώρας αναπτύσσεται επί δεκαετίες ειδικά στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής ανάπτυξης, ο υπερτουρισμός και η υποχώρηση όλων των υπόλοιπων δραστηριοτήτων στον βωμό του φαίνεται ότι φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, με τους ερευνητές να κάνουν λόγο για ένα ανησυχητικό φαινόμενο.

Αρνητικές επιπτώσεις
Το Εργαστήριο μελέτησε τις επιπτώσεις της τουριστικοποίησης συσχετίζοντας τον αντίστοιχο δείκτη με μεγέθη όπως το ΑΕΠ ανά κάτοικο, το ΑΕΠ της κάθε περιφέρειας και δείκτες που δηλώνουν εργασιακή ασφάλεια, και απέδειξε ότι «τα οικονομικά οφέλη της τουριστικοποίησης δεν μεταφράζονται σε βιώσιμη ανάπτυξη ή σε βελτιωμένες συνθήκες εργασίας».
Σύμφωνα με τον Κώστα Γουρζή, η ανάλυση έδειξε ότι οι περιφέρειες που τουριστικοποιούνται, βλέπουν το περιφερειακό τους ΑΕΠ να μειώνεται. «Τα κέρδη από τον τουρισμό πηγαίνουν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά το ΑΕΠ των περιοχών δεν αυξάνεται. Αυτό το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού δεν συμβάλλει σε ευρύτερη ανάπτυξη», υπογράμμισε. Αντίστοιχα, η μελέτη απέδειξε μεγάλη συσχέτιση του υπερτουρισμού με την εργασιακή ανασφάλεια, δείχνοντας μάλιστα πως υποβαθμίζει τις εργασιακές συνθήκες όχι μόνο στους κλάδους που σχετίζονται με αυτόν, αλλά σε όλους τους κλάδους συνολικά.
Είναι διαπιστωμένο σε παγκόσμια κλίμακα πως οι οικονομίες που είναι πολύ έντονα προσδεδεμένες με τον τουρισμό και έχουν υποανεπτυγμένη βιομηχανία και αγροτικό τομέα είναι πολύ εξαρτημένες από τρίτους, δηλαδή από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες.
Στις έντονα τουριστικοποιημένες περιφέρειες φαίνεται πως έχουν συρρικνωθεί σημαντικά άλλοι παραγωγικοί κλάδοι, όπως ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία. «Το κενό που άφησε αυτή η συρρίκνωση καλύφθηκε από υπερέμφαση στον τουρισμό, πολλές φορές με τρόπο που αγνοούνται οι έντονες πιέσεις, όπως οι περιβαλλοντικές, που δέχονται συγκεκριμένοι τόποι και η εκπτώχευση και υποβάθμιση της ζωής των μόνιμων κατοίκων και σταδιακά των επισκεπτών», παρατήρησε ο Στέλιος Γκιάλης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκτάσεις γης που αντί να χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια της γης, χρησιμοποιούνται για την οικοδόμηση ξενοδοχειακών μονάδων. Οπως σημείωσε, είναι διαπιστωμένο σε παγκόσμια κλίμακα πως οι οικονομίες που είναι πολύ έντονα προσδεδεμένες με τον τουρισμό και έχουν υποανεπτυγμένη βιομηχανία και αγροτικό τομέα είναι πολύ εξαρτημένες από τρίτους, δηλαδή από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες. «Εχουν δομική ανισορροπία στο παραγωγικό τους σύστημα», δήλωσε.
Την ίδια στιγμή καθίστανται και πολύ εύθραυστες σε μια εποχή των έντονων μεταβολών όπως αυτή που διανύουμε. Παραδείγματος χάρη, ήδη από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται ότι εξαιτίας της έντονης ζέστης τους καλοκαιρινούς μήνες, κάποιοι επισκέπτες άρχισαν δειλά διπλά να εγκαταλείπουν τον θερμό Νότο για τον ψυχρό Βορρά. Οπως σχολίασε ο αναπληρωτής καθηγητής, η Ελλάδα θα μπορούσε με λιγότερο καλές επιδόσεις στα απόλυτα στατιστικά της επισκεψιμότητας, να απολαμβάνει τα οφέλη του τουρισμού, αποφεύγοντας τα μειονεκτήματα του υπερτουρισμού. Αυτός είναι και ο δρόμος ώστε να οικοδομήσει ένα βιώσιμο μοντέλο μεσο-μακροπρόθεσμα: «Καλύτερα η στρατηγική αυτή να κοστίσει μερικές χιλιάδες αφίξεις τον χρόνο, παρά η Ελλάδα να είναι πρώτη αλλά να υφίσταται αυτή την υποβάθμιση». Ακόμα και η αύξηση των γεννήσεων που καταγράφεται σε περιφέρειες με έντονο τουριστικό προφίλ αποτελεί το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας παράδοσης στον τουρισμό, και δεν είναι αποκύημα της εντατικής τουριστικοποίησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, πρόσθεσε.
Κεντρική φωτογραφία: Shutterstock
πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου